σειρίς

σειρίς
σειρίς, ίδος, , Dim. of
A

σειρά 1.3

, X.Cyn.9.13,14,15,19.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σειρίς — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σειρίδα — σειρίς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σειρίδας — σειρίς fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σειρίδες — σειρίς fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σειρίδι — σειρίς fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σειρίδος — σειρίς fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • RHETOR — per excellentiam Demosthenes dictus est. Harpocration in Οἰνέη καὶ Οἰναῖος, Μνημονεύει δ᾿ ἂν νῦν ὁ Ρ῾ήτωρ τοῦ πρὸς Ἐλευθέραις, οὑ καὶ Οουκυδιδης εν τῇ δευτέρᾳ. Et in Sirrina, Ε῎ςτι δὲ καὶ Σεῖρις πόλις Ι᾿ταλική καὶ τάχα τὰ ἔνθεν ὑφάσματα, ἤ τινα… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • σειρίδα — η / σειρίς, ίδος, ΝΑ νεοελλ. 1. σιρίτι 2. (ηλεκτρολ.) εύκαμπτο σύνολο από δύο ή περισσότερους μονωμένους αγωγούς που είναι συνεστραμμένοι μεταξύ τους και έχουν κοινό περίβλημα, σύνολο το οποίο χρησιμοποιείται για την τροφοδότηση διαφόρων φορητών… …   Dictionary of Greek

  • σειρίδιο — το, Ν [σειρίς, ίδος] υποκορ. τ. τού σειρίδα …   Dictionary of Greek

  • σερήτιον — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἡ σερίς». [ΕΤΥΜΟΛ. Έχει προταθεί η διόρθωση σε σειρήτιον ή σειρίς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”